Κυριακή 25 Μαΐου 2008


Η νύχτα τελειώνει με «βρόμικο»

Κυριακή, 11.05.08

Ο τρόπος ζωής στην Αθήνα στηρίζεται στις επιλογές που καλείσαι να κάνεις καθημερινά. Με άλλα λόγια, το αυτοκίνητο που θα οδηγήσεις θα σε χαρακτηρίσει. Το ίδιο και ο καφές που θα πιεις.

Αντίστοιχα και το μαγαζί όπου θα διασκεδάσεις. Ολα αυτά όμως μέχρι τη στιγμή που θα πεινάσεις… και θα είναι τόσο αργά που… μόνο ένα «βρόμικο» θα σε ικανοποιήσει. Οι καντίνες της Αθήνας, παρόλο που υπάρχουν εδώ και πολλές δεκαετίες κι έχουν αναμφισβήτητα την ιστορία τους, τα τελευταία χρόνια έχουν επεκτείνει την πελατεία τους σε όλες ανεξαιρέτως τις φυλές της πόλης κι έχουν μετατραπεί σε άτυπο άντρο κοινωνικών ζυμώσεων…

Ο ΕΤ.Κ έκανε μια βόλτα στις καντίνες της πόλης, παρατήρησε, κρυφάκουσε, κατέγραψε και σας μεταφέρει…

Κατεβαίνει από το ταξί τρεκλίζοντας. Παραμερίζει τις δεκάδες κόσμου που περιμένουν στην ουρά και φτάνει στον καντινιέρη: «Ενα… ένα… ένα… ό,τι να ‘ναι».

Εμφανώς, επιμελώς ατημέλητος (δεν θα ήταν πάνω από 35), με κατά τ’ άλλα συμπαθητική φυσιογνωμία, μόνο κάποια γελάκια προκαλεί με την κατάστασή του. «Πoπό, χάλια είναι ο τύπος. Τελειωμένος, φουλ», σχολιάζει ψιθυριστά, σε «βαριά» ελληνική, μια νεαρή κοπέλα μαυροντυμένη με βάψιμο έντονο και προκλητικό. Και η φίλη της γελάει. Ο ίδιος μόλις που καταφέρνει να δαγκώσει δυο μπουκιές και σταματάει δυσανασχετώντας. Η κοπέλα έχει πάρει τη γλυκιά της κρέπα (σοκολάτα - μπανάνα) και συνεχίζει να τον κοιτά…

Λίγο πιο πέρα στέκονται όρθιοι, σε «πηγαδάκι», τρεις νεαροί. Ντυμένοι στην τρίχα, είναι σίγουρα περήφανοι για τα λεφτά που ξόδεψαν την προηγούμενη εβδομάδα για ψώνια. Τρώνε σάντουιτς με κοτομπουκιές και συζητούν για το πού θα συνεχίσουν - είναι σαφές σε ποια κλαμπ των προαστίων ήταν πριν… «Ασε που θα πας σπίτι από τώρα. Είναι μόλις 4:15!». «Oλα καλά, αγόρια;» τους απευθύνει το λόγο με σπαστά ελληνικά μια γυναίκα γύρω στα σαράντα αγνώστου καταγωγής… και σκάνε στα γέλια.

Κάπου μετά τις 3 τα ξημερώματα, η ανθρωπογεωγραφία της πόλης τρελαίνεται… Το σάουντρακ; Εξίσου συγκεχυμένο και πολυπολιτισμικό: Ρέμος από το κάμπριο που μόλις πάρκαρε, μεθυσμένα τραγούδια από τα κορίτσια, ηλεκτρονικοί ήχοι από το κινητό του πιτσιρικά, «η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο» από το ταξί και… Καλομοίρα από το τρανζίστορ της καντίνας… «Καλή όρεξη, παιδιά» φωνάζει ο καντινιέρης. Ενας έφηβος γυρνά σε ανύποπτο χρόνο και ρωτά ένα κορίτσι που περιμένει στη σειρά: «Λοιπόν… έρχεσαι συχνά εδώ με τη φίλη σου;». Εκείνη απαντά αδιάφορα: «Ναι. Δηλαδή, όχι και τόσο». «Ηρθε η σειρά σου» του υπενθυμίζει. «Ναι, έχεις δίκιο» λέει και παραγγέλνει ένα hot dog κομπλέ μην μπορώντας όμως να ξεκολλήσει το βλέμμα του από εκείνη. «Κι η κοπέλα;» λέει η υπάλληλος και γυρίζει προς το μέρος της. «Ενα με βραστό, ντομάτα, πατάτες και μαγιονέζα». «Να τα κρατήσω μαζί;» ρωτά πάλι η υπάλληλος χαμογελώντας πονηρά, έχοντας ακούσει την προηγούμενη συζήτηση.«Βε-βαίως!» προλαβαίνει την αντίδραση της κοπέλας ο πιτσιρικάς. Οι καντίνες όμως ξεκίνησαν απευθυνόμενες σε άλλου είδους ξενύχτηδες. Ολους αυτούς που την ώρα που εμείς διασκεδάζουμε, εκείνοι οργώνουν τους δρόμους και μόνη τους ξεκούραση ένα σάντουιτς, μια μπίρα κι ένα τσιγάρο στο γνωστό σημείο.

«Τελειώνουμε την μπίρα. Τσιμπάμε κάτι και την κάνουμε. Να βγάλουμε και κανένα μεροκάματο σήμερα, τι λες;» ρωτά ο κ. Κώστας το φίλο και συνάδελφό του αυτοκινητιστή. «Δεν έχεις κι άδικο» συμφωνεί κι αυτός, εμφανώς ταλαιπωρημένος. «Συγγνώμη… Είστε ελεύθερος;» τον πλησιάζει μια καλοντυμένη κυρία.«Σε λίγο, κούκλα, δεν βλέπεις ότι τρώω ακόμα;». «Καλά… Θα περιμένω, αν δεν σας πειράζει. Τα τακούνια αυτά με έχουν πεθάνει». «Τι να με πειράζει, μαντάμ; Να κεράσω μπιρίτσα; Ή σαντουιτσάκι με βραστό, που είναι και λάιτ;».


Κολατσιό από πλανόδιους

Οι καντίνες δεν μονοπωλούν το ενδιαφέρον των πεινασμένων της νύχτας. Ποιος δεν έχει απλώσει το χέρι του βγαίνοντας από μαγαζιά της παραλιακής ή του κέντρου, για να αρπάξει ένα καυτό κουλουράκι από τον πλανόδιο κουλουρτζή; Οι κουλουρτζήδες, με εμφανή τα σημάδια της κόπωσης -αφού συνήθως πρόκειται για ηλικιωμένους-, είναι κι αυτοί από τις πιο οικείες φιγούρες της πόλης, που εδώ και χρόνια κυκλοφορούν στους δρόμους της (τη νύχτα και όχι την ημέρα, όπως τους έχουμε συνηθίσει), μακριά από την ασφάλεια που προσφέρει ο κλειστός χώρος της καντίνας. Σταθερή πελατεία τους οι κυρίες… που τρομάζουν και στην ιδέα μόνο του «βρόμικου».

Σε άλλες, λίγο πιο σκοτεινές, γωνιές της Αθήνας θα βρούμε και αυτούς που απορρίπτουν το «μαζικό» και… σταθερό προφίλ των καντινών και απευθύνονται σε πιο «καλτ» και… κινούμενα φαγάδικα, στα λεγόμενα «καρότσια». Σπεσιαλιτέ τους -συνήθως- τα σουβλάκια και καθημερινότητά τους -συχνά- ο κίνδυνος, αφού είναι φανερά εκτεθειμένοι σε κάθε λογής νυχτόβιο περπατητή.

Ο γνωστός στην πιάτσα ως «Μαύρος» μάς διηγείται την ιστορία του: «Από το 1974, που ξεκίνησα από τη Θεσσαλονίκη, έχω πάει παντού με το καρότσι μου. Παλιότερα ειδικευόμουν στα πανηγύρια αλλά εδώ και δύο χρόνια είμαι σταθερά στο σημείο μου, στην Ιερά Οδό. Κάθε βράδυ, λοιπόν, δένω πίσω από το αυτοκίνητό μου το καρότσι και ξεκινάω από το σπίτι μου, στου Ρέντη. Δύσκολη δουλειά, αλλά μ’ αρέσει. Οταν έχεις να κάνεις με τους σουρωμένους της νύχτας, φοβάσαι. Το χειρότερο που μου ‘χει τύχει ήταν όταν ήρθαν να με ληστέψουν με μαχαίρι». Φανατικός πελάτης του ο κ. Γιώργος Κωνσταντινίδης -μάγειρας, μάλιστα στο επάγγελμα-, τον παραδέχεται για τα κρέατά του: «Μακράν το καλύτερο που έχω φάει». «Ετσι είναι», λέει ο Μαύρος, «παίζει ρόλο και η ποιότητα. Μας κάνουν καταγγελίες από άλλα μαγαζιά και μας κυνηγάνε. Αλλά δεν τους τραβάμε εμείς τους πελάτες, μόνοι τους μας επιλέγουν». Κι όταν κανείς του αστειευτεί για το «βρόμικο», ο Μαύρος έχει την απάντηση έτοιμη: «Να το πατήσω λίγο στη λάσπη να νοστιμέψει κι άλλο;».

Τρώτε «βρόμικα»;



Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΗ Φωτό: ΜΑΡΙΟΣ ΛΩΛΟΣ

Ελεύθερος Τύπος

Δεν υπάρχουν σχόλια: